νηπυθής

νηπυθής
νηπῠθής, ές,
A = νηπευθής, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νηπυθής — νηπυθής, ές (Α) βλ. νηπευθής …   Dictionary of Greek

  • νηπυθές — νηπυθής masc/fem voc sg νηπυθής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπευθής — και, κατά τον Ησύχ., νηπυθής, ές (Α) αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες ή για τον οποίο δεν έγιναν έρευνες, άγνωστος, ανεξερεύνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πευθής (< πεύθομαι «μαθαίνω, πληροφορούμαι»), πρβλ. α πευθής, νεο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”